παράληρος

παράληρος
-ον, Α
1. παράφρονας, μανιακός, τρελός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παράληρος
παραφροσύνη, τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. παραληρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράληρος — raving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράληρον — παράληρος raving masc/fem acc sg παράληρος raving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλήρους — παράληρος raving masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράληρα — παράληρος raving neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράληροι — παράληρος raving masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …   Dictionary of Greek

  • σιαλοπάλλαγος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ παράληρος, καὶ ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σίαλον «σάλιο» + πάλ(λ)αγος (< παλάσσω «πιτσυλίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”